σκανδαλιστής

σκανδαλιστής
ὁ, Α
πιθ. ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις πάνω σε τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον (για τη σημ. τής λ. βλ. λ. σκάνδαλο) + κατάλ. -ιστής (< ρ. σε -ίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κανδαλιστής — κανδαλιστής, ὁ (Α) επιγρ. ακροβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. τού σκανδαλιστής (< σκανδαλίζω)] …   Dictionary of Greek

  • σκάνδαλο — Ημιορεινός οικισμός(222 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (27 τ. χλμ., 578 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Μανδρότοπος (172 κάτ., υψόμ. 40 μ.) και Αγορά (184 κάτ., υψόμ. 220… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”